κλαρία
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
French (Bailly abrégé)
v. κληρίον.
Russian (Dvoretsky)
κλᾱρία: τά [дор. pl. к κληρίον долговая книга, список задолженности Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κλαρία: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.
Greek Monolingual
κλαρία ή, δ. γρφ., κλάρια, τὰ (Α) κλάρος
γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῖα... ἅ κλαρία καλοῦσι», Πλούτ.).