κνισοθύτης

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek Monolingual

κνισοθύτης, ὁ (Μ)
αυτός που κάνει θυσίες από τις οποίες αναδίδεται κνίσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + θύτης (< θύω [Ι]) πρβλ. μηλοθύτης, μοσχοθύτης.