κνίσα
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
English (Slater)
κνῑσα savour of burnt sacrifice, burnt sacrifice πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν, πολλὰ δὲ κνίσᾳ (ταῖς θυσίαις. Σ.) (N. 11.7)
Greek Monolingual
η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση)
1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο του κρέατος («κνίση δ' οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» — η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.)
2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το κρέας και τα κόκαλα του σφαγίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι συγγενείς τ. άλλων ΙΕ γλωσσών (πρβλ. λατ. nidor «οσμή ψητού κρέατος» < qnidos, αρχ. νορβ. hniss «οσμή λίπους» < qnid-to) οδηγούν σε αρχικό ελλ. τ. κνιδ-σᾱ, που έδωσε τον επικ. τ. κνίση και μεταγενέστερα τον αττ. τ. κνῖσă. Η συγγένεια, εξάλλου, του αρχ. νορβ. τ. hniss με το ρ. hnitan «αγγίζω» αποτελεί ισχυρή ένδειξη συγγένειας του κνῖσα με το κνίζω «ξύνω». Παρλλ. σημασιολογικά είναι και η συγγένεια του γοτθ. stiggan «αγγίζω» με το αρχ. άνω γερμ. stinkan «μυρίζω άσχημα». Το κνῖσα επομένως συνδέεται με το κνῐζω, εμφανίζοντας όμως μακρό φωνήεν -ῖ-, όπως ακριβώς και το κνίδη «τσουκνίδα».
ΠΑΡ. αρχ. κνισαλέος, κνισάριον, κνισήεις, κνισηρός, κνιστός, κνισώ / -άω
αρχ.-μσν.
κνισώ / -όω, κνισώδης, κνισωτός.
ΣΥΝΘ. αρχ. κνισοδιώκτης, κνισοκόλαξ, κνισολοιχία, κνισολοιχός, κνισοτηρητής
μσν.
κνισοθύτης].