κοινογαμέτης

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

ο
βιολ. γαμέτης που περιέχει πολλούς πυρήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμέτης.