κοκκινιά

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

η κόκκινος
1. χώμα με κοκκινωπό χρώμα που χρησιμοποιείται συνήθως στην κεραμευτική
2. κοκκινάδα, ερυθρότητα.