κοκκινομάλλης

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

-α, -ικο, θηλ. και –ούσα
αυτός που έχει κοκκινωπή κόμη, κοκκινοτρίχης.