κολοκυνθαρύταινα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
κολοκυνθαρύταινα, ἡ (Α)
αγγείο για μετάγγιση ύδατος κατασκευασμένο από κολοκύθα, η νεροκολοκύθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + ἀρύταινα «ελαιοδοχείο»].