ἀρύταινα
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
[ᾰρῠ], ης, ἡ, fem. of ἀρυτήρ, Ar.Eq.1092, Antiph.25.3, Thphr. Char.9.8, PMagd.33.3 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): lat. aruteana Lucil.17; arytaena Fest.21
• Prosodia: [ᾰρῠ-]
cazo o caldero usado por los bañeros para sacar agua y verterla sobre los bañistas βαλανεὺς δ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις Ar.Fr.450, τὴν μεγίστην ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Antiph.25.3, cf. Thphr.Char.9.8, PEnteux.82re.3 (III a.C.), Crates Gr.Fr.67a, Lucil.l.c., Gal.3.553, Phryn.PS 33.15, Fest.l.c., Eust.1216.63, tb. usado para otros fines, para vino ἀπληστοίνους τ' ἀρύταινας Timo SHell.778, ἀ. δέ, χαλκοῦν σκεῦος, ᾧ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς τοὺς λύχνους Sch.Ar.Eq.1091, Sud.
•fig. ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν Ar.Eq.1091.
German (Pape)
[Seite 364] ἡ, eine Gießkanne, Ar. Equ. 1087, nach Schol. χαλκοῦν σκεῦος ᾡ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους; – Theophr. char. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sorte d'aiguière.
Étymologie: ἀρύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρύταινα: (ᾰρ) ἡ лейка, ушат Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρύταινα: [ῠ], ης, ἡ, θηλυκ. τύπος τοῦ ἀρυτήρ, εἶδος ἐλαιοδοχείου, ἀλλ’ ἐγὼ εἶδον ὄναρ, καί μοὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ τοῦ δήμου καταχεῖν ἀρυταίνῃ πλουθυγίειαν, «χαλκοῦν σκεῦος, ᾧ τὸ ἔλαιον ἐγχέουσιν εἰς λύχνους» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1091· λεκάνιον ὅπερ μετεχειρίζοντο ἐν τοῖς βαλανείοις ὡς νῦν τὸ «τάσι» πρὸς ἐπίχυσιν ὕδατος, κατασκεδῶ, νὴ τὴν φίλην Δήμητρα... ἀρύταιναν ὑμῶν ἐκ μέσου βάψασα τοῦ λέβητος ζέοντος ὕδατος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀλειπτρίᾳ» 1· δεινὸς δὲ καὶ πρὸς τὰ χαλκεῖα τὰ ἐν τῷ βαλανείῳ προσελθὼν καὶ βάψας ἀρύταιναν, βοῶντος τοῦ βαλανέως, αὐτὸς αὐτοῦ καταχέασθαι Θεοφρ. Χαρ. 9· ἴδε καὶ Α. Β. 20, 22: πρβλ. ἀρύβαλλος.
Greek Monolingual
ἀρύταινα, η (Α)
1. είδος δοχείου με μακρύ στενό στόμιο με το οποίο γέμιζαν λάδι τους λύχνους
2. λεκανάκι ή τάσι που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά για να ρίχνουν επάνω τους νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρύτω, αττ. τ. του ρ. αρύω ή < αρυτήρ < αρύω].
Greek Monotonic
ἀρύταινα: [ῠ], -ης, ἡ (ἀρύω), μικρό δοχείο, σε Αριστοφ.