κομητεία

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

και κομιτεία, η
1. η εδαφική περιφέρεια του κόμη ή ο τίτλος και το αξίωμά του
2. (στην Αγγλία, στις ΗΠΑ κ.ά.) διοικητική διαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμης, -ητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].