κομμάτα

From LSJ

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source

Greek Monolingual

και κομματάρα, η (Μ κομματα) κομμάτι
μεγάλο κομμάτι.