κοπρίτης

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source

Greek Monolingual

ο (Μ κοπρίτης) κόπρος (Ι)]
βρομιάρης
νεοελλ.
1. αυτός που ζει μόνο για να κοπρίζει, τεμπέλης, οκνηρός, ανίκανος
2. νωθρός και δειλός, άνανδρος
3. σκυλί που ζει στη βρομιά, που δεν είναι ράτσας και κυκλοφορεί αδέσποτο, κοπρόσκυλο.