κορίζιον

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

Greek Monolingual

κορίζιον, τὸ (Μ)
το φυτό κορίανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κορίδιον με σημ. «κορίανδρο» ή ίσως και εσφ. γρφ. του ίδιου].