κορίζιον

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source

Greek Monolingual

κορίζιον, τὸ (Μ)
το φυτό κορίανδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του κορίδιον με σημ. «κορίανδρο» ή ίσως και εσφ. γρφ. του ίδιου].