κορίτσαρος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266

Greek Monolingual

ο
ωραίο, μεγαλόσωμο, καλοφτιαγμένο κορίτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + μεγεθ. κατάλ. -αρος (πρβλ. μούλαρος, παίδαρος)].