παίδαρος

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

ο παιδί
1. μεγαλόσωμο και εύρωστο μωρό
2. παιδί που παρουσιάζει πρόωρη ανάπτυξη
3. μτφ. όμορφος και γεροδεμένος άνδρας, λεβέντης
4. (κατ' επέκτ.) όμορφη γυναίκα.