κοραλλιόσχημος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει σχήμα κοραλλιού, κοραλλιοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρόσχημος, πεταλόσχημος].