κορφολόγημα

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

και κορυφολόγημα, το
(γεωπ.) το κόψιμο τών κορυφών τών βλαστών και τών άκρων τών κλαδιών σε ορισμένα καλλιεργούμενα φυτά που αποσκοπεί στη βελτίωση της καρποφορίας, στην επιτάχυνση της συγκομιδής, στο μεγάλωμα τών φύλλων ή που γίνεται για καλλωπιστικούς λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφολογώ / κορυφολογώ].