βελτίωση
τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you
Greek Monolingual
η (AM βελτίωσις) [βελτιώ (-ώνω)]
το να καλυτερεύει κανείς κάτι ή να καλυτερεύει ο ίδιος, η καλυτέρευση
νεοελλ.
φρ.
1. «βελτίωση γενετική» — σύνολο διαδικασιών με αντικείμενο τη βελτίωση του κληρονομικού δυναμικού των ατόμων ενός ζωικού πληθυσμού
2. «βελτίωση των ξύλων» — ειδική επεξεργασία, με τη χρησιμοποίηση διαφόρων υλικών, η οποία εφαρμόζεται στο ξύλο για να επιτευχθεί βαθιά βελτίωση των ποιοτικών του χαρακτήρων (διαστασιακή σταθερότητα, ηλεκτρική μόνωση κ.λπ.) χωρίς να αλλοιωθεί η φυσική του υφή
3. «έγγειες βελτιώσεις» ή «βελτιώσεις εδάφους» — διαδικασία με τεχνικά έργα κ.λπ. για την πάγια αύξηση της παραγωγικότητας μιας περιοχής.
Translations
improvement
Arabic: تَحْسِين; Armenian: բարելավում; Basque: hobekuntza; Belarusian: паляпшэнне; Bulgarian: подобрение, напредък; Catalan: millora, millorament; Chinese Mandarin: 改進, 改进, 改善, 改良; Czech: zlepšení; Danish: forbedring; Dutch: verbetering; Esperanto: plibonigo; Finnish: parannus, parantaminen; French: amélioration; Georgian: გაუმჯობესება; German: Verbesserung; Greek: βελτίωση, καλυτέρευση; Ancient Greek: βελτίωσις, ἐπανόρθωμα, ἐπανόρθωσις, ἐπίδοσις, ἐπίκτημα, προκοπή; Hebrew: הִשְׁתַּלְּמוּת, שיפור; Hindi: सुधार, तरक़्क़ी; Hungarian: javulás; Indonesian: peningkatan, perbaikan; Irish: feabhas, biseach; Italian: miglioramento, salto di qualità; Japanese: 改善; Korean: 개선(改善); Macedonian: подобрување; Malay: pembaikan; Maori: whakawhanaketanga; Norwegian Bokmål: forbedring; Nynorsk: forbetring; Persian: بهبود, اصلاح, ترقی; Polish: polepszenie, ulepszenie, poprawa; Portuguese: melhora, melhoramento, melhoria; Romanian: îmbunătățire; Russian: улучшение, усовершенствование, исправление, совершенствование; Scottish Gaelic: piseach, leasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: побољшање; Roman: poboljšánje; Slovak: zlepšenie; Slovene: izboljšava, izboljšanje; Spanish: mejora, mejoramiento, enmienda, mejoría; Swedish: förbättring; Ukrainian: покращення, полі́пшення, вдосконалення; Urdu: اصلاح, بہتری, ترقی; Welsh: gwelliant; Yiddish: פֿאַרבעסערונג, תּיקון