κοσμηματοθήκη
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
η
ειδικό σκεύος για φύλαξη κοσμημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Ιωάννη Βαρελά].