κοτσάκι

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

το (Μ κοτσάκιν)
δίστιχο δημοτικό ασμάτιο, λιανοτράγουδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].