τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
κουρητεύω (Α) Κουρήτες(στην Ἔφεσο) μετέχω στο θρησκευτικό σωματείο τών Κουρήτων.