κουρητεύω

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

κουρητεύω (Α) Κουρήτες
(στην Ἔφεσο) μετέχω στο θρησκευτικό σωματείο τών Κουρήτων.