κουρητεύω

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

κουρητεύω (Α) Κουρήτες
(στην Ἔφεσο) μετέχω στο θρησκευτικό σωματείο τών Κουρήτων.