σωματείο
Greek Monolingual
το / σωματεῖον, ΝΜ σώμα, -ατος
ένωση ατόμων που επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό
νεοελλ.
1. (νομ.) προαιρετική ένωση φυσικών προσώπων τα οποία, υπό νομική συλλογική προσωπικότητα, επιδιώκουν κοινούς, μη κερδοσκοπικούς σκοπούς («καλλιτεχνικό σωματείο»)
2. φρ. α) «αλληλοβοηθητικά σωματεία»
(νομ.) σωματεία που έχουν ως σκοπό να παρέχουν στα μέλη τους, καθώς και στις οικογένειες τών μελών τους, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χρηματρικά επιδόματα σε περίπτωση προσωρινής ανικανότητας για εργασία, εφάπαξ βοηθήματα, συντάξεις κ.ά. βοήθεια
β) «επαγγελματικά σωματεία»
(νομ.) νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύονται από μισθωτούς ή εργοδότες βάσει ειδικών συμπληρωματικών του Αστικού Κώδικα διατάξεων και τα οποία αποσκοπούν στη διαφύλαξη και προαγωγή τών κοινών επαγγελματικών συμφερόντων
γ) «θρησκευτικά σωματεία» — θρησκευτικές οργανώσεις στελεχωμένες από μορφωμένους κληρικούς και λαϊκούς που έχουν ως έργο την ενίσχυση του κηρύγματος, της κατήχησης και του γενικότερου πνευματικού έργου της Εκκλησίας.