κοχλιοκογχύλιον
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
inferior kind of murex, Ps.-Democr.Alch.p.42 B.
Greek Monolingual
κοχλιοκογχύλιον, τὸ (Α)
κατώτερο είδος πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κογχύλιον.