κούρεμα

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source

Greek Monolingual

το (Μ κούρευμα) κουρεύω
το κόψιμο τών μαλλιών τών ανθρώπων ή του τριχώματος τών ζώων
μσν.
το κουρεμένο τρίχωμα αιγοπροβάτων.