κρασοσφούγγαρο

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

το
1. σφουγγάρι με το οποίο καθαρίζονται τα κρασιά που έχουν χυθεί σε τραπέζι
2. μτφ. άτομο ανθεκτικό στο πολύ κρασί, κρασοπατέρας.