κρεατόπιτα

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source

Greek Monolingual

η
πίτα με μικρά κομμάτια κρέατος, ρύζι και μυρωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + πίτα].