μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
κρεοβορία και κρεωβορία, ἡ (AM)η κρεατοφαγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοβόροςο τ. κρεωβορία εμφανίζει α' συνθετικό κρεω-, για το οποίο βλ. κρε(ο)-].