κρεοβορία

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek Monolingual

κρεοβορία και κρεωβορία, ἡ (AM)
η κρεατοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοβόρος
ο τ. κρεωβορία εμφανίζει α' συνθετικό κρεω-, για το οποίο βλ. κρε(ο)-].