κριοκρούω

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

κριοκρούω (Α)
χτυπώ με πολιορκητικό κριό.

German (Pape)

[ῑ], = κριοκοπέω, Sp.