κριοκρούω

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

κριοκρούω (Α)
χτυπώ με πολιορκητικό κριό.

German (Pape)

[ῑ], = κριοκοπέω, Sp.