κτέρος

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276

Greek (Liddell-Scott)

κτέρος: τό, ἴδε ἐν λέξ. κτέρεα.

Greek Monotonic

κτέρος: τό, βλ. κτέρεα.