κυλινδροποίηση

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source

Greek Monolingual

η κυλινδροποιώ
το να μετασκευάζεται μια ύλη και να δίνεται σε αυτήν κυλινδρικό σχήμα.