κυματαγωγή

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

η
το σπάσιμο τών κυμάτων σε ανοιχτή θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + ἀγωγή.