κυψελώδης

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

-ες κυψέλη
αυτός που έχει μία ή περισσότερες κοιλότητες που μοιάζουν με κυψέλες.