κωθώνι
From LSJ
Πανήγυριν νόμιζε τόνδε τὸν βίον → Mercatum crede tempus hoc, quod vivitur → Als eine Festversammlung sieh dies Leben an
Greek Monolingual
το
1. άτολμος και άκομψος νεοσύλλεκτος στρατιώτης
2. (κατ' επέκτ.) ανόητος, βλάκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωθώνιον.