άκομψος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκομψος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος
αρχ.
1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος
2. αγροίκος, άξεστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κομψός.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία].