πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
κωμάσδω: дор. Theocr. = κομάζω.
κωμάσδω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κωμάζω.
κωμάσδω: Δωρ. αντί κωμάζω.
κωμάσδω Dor. voor κωμάζω.