κωνοειδῶς

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de cône.
Étymologie: κῶνος, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

κωνοειδῶς: в форме конуса, конически Plut.