κόψορχις

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

κόψορχις, -όρχιδος, ὁ (Μ)
ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόψ(ο)- + ὄρχις (πρβλ. κρύψορχις, μόνορχις)].