κύριθρα
From LSJ
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
Full diacritics: κύριθρα | Medium diacritics: κύριθρα | Low diacritics: κύριθρα | Capitals: ΚΥΡΙΘΡΑ |
Transliteration A: kýrithra | Transliteration B: kyrithra | Transliteration C: kyrithra | Beta Code: ku/riqra |
τά, wooden masks, Hsch.; cf. κυριττοί.
κύριθρα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινα προσωπεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]