θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
κύρωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Εὐστ. Πονημ. 230. 16.
κύρωμα, τὸ (Μ) κυρώ η κύρωση.
[ῡ], τό, = κύρωσις, Eust.