ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
κύρωμα: τό, = τῷ ἑπομ., Εὐστ. Πονημ. 230. 16.
κύρωμα, τὸ (Μ) κυρώ η κύρωση.
[ῡ], τό, = κύρωσις, Eust.