λέπτη
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
λέπτη και λέφτη, ἡ (Μ)
λεπτομέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. ζεστός: ζέστη, θερμός: θέρμη)].