εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
λαθαστής, ὁ (Μ)αυτός που εξαπατά, απατεώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά τα ουσ. σε -της (πρβλ. χλευαστης)].