λαθαστής

From LSJ

εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶνblessed are You, o Christ Our God

Source

Greek Monolingual

λαθαστής, ὁ (Μ)
αυτός που εξαπατά, απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά τα ουσ. σε -της (πρβλ. χλευαστης)].