λαμπροκάρκαλλον
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
Greek Monolingual
λαμπροκάρκαλλον, τὸ (Μ)
πολυτελές φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + κάρκαλλο < καράκαλλον «είδος ενδύματος»].