λαμπροφωτεινός
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
λαμπροφωτεινός, -ή, -όν (Μ)
(ως επίθ. της Παναγίας) αυτή που έχει λαμπρότητα και φωτεινότητα.