λαμπρόμορφος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

λαμπρόμορφος, -η, -ον (Μ)
αυτός που έχει λαμπρή, εξαίσια, μορφή.