λασκάζει

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λασκάζει Medium diacritics: λασκάζει Low diacritics: λασκάζει Capitals: ΛΑΣΚΑΖΕΙ
Transliteration A: laskázei Transliteration B: laskazei Transliteration C: laskazei Beta Code: laska/zei

English (LSJ)

φλυαρεῖ, θωπεύει, Hsch.

Greek Monolingual

λασκάζει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῖ, θωπεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσκω κατά τα ρ. σε -άζω].