Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Full diacritics: λασκάζει | Medium diacritics: λασκάζει | Low diacritics: λασκάζει | Capitals: ΛΑΣΚΑΖΕΙ |
Transliteration A: laskázei | Transliteration B: laskazei | Transliteration C: laskazei | Beta Code: laska/zei |
λασκάζει (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλυαρεῖ, θωπεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάσκω κατά τα ρ. σε -άζω].