λατρευτής
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
Greek (Liddell-Scott)
λατρευτής: -οῦ, ὁ, = λατρεύς, τοῦ θεοῦ Ἰουστ. Μ. πρὸς Τρύφωνα 64.
Greek Monolingual
ο (AM λατρευτής) λατρεύω
αυτός που λατρεύει κάποιον ή κάτι, ο αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι
μσν.
αυτός που είναι στην υπηρεσία κάποιου, υπηρέτης, δούλος, θεράπων.
German (Pape)
ὁ, = λατρεύς, Sp.